κατουλάς

κατουλάς
κατουλάς, -άδος, ἡ (Α)
1. σκοτεινή («ἐπεύχομαι δὲ νυκτὶ τῇ κατουλάδι», Σοφ.)
2. καταστρεπτική, ολέθρια («νὺξ ἐφόβει, τὴν πέρ τε κατουλάδα κικλήσκουσι, νύκτ' ὀλοήν», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + οὐλάς (< οὖλος (II) «πυκνός». Η μεταγενέστερη σημ. «ολέθρια» προέκυψε πιθ. από παρετυμολογική σύνδεση με το οὖλος (III) «ολέθριος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατουλάς — shrouding fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατουλάδα — κατουλάς shrouding fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατουλάδι — κατουλάς shrouding fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”